- ψευδαργυρούχος
- ος, ο[ν] цинконосный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψευδαργυρούχος — α, ο, Ν (για μέταλλα ή πετρώματα) αυτός που περιέχει ψευδάργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
ψευδαργυρούχος — α, ο αυτός που περιέχει ψευδάργυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)